Απο το ΚΙΜΠΙ
Αυτές τις μέρες κλείνω τα πενήντα. Σκασίλα μας, θα μου πείτε. Και δικαίως. Μακάρι να μπορούσα να πω κι εγώ το ίδιο: «σκασίλα μου!».
Κρίση πανικού δεν με έχει πιάσει, όχι όπως στα σαράντα τουλάχιστον. Αλλά τους υπολογισμούς και τους απολογισμούς μου αναπόφευκτα τους κάνω. Βάσει του καλού σεναρίου, λοιπόν, μου απομένουν 28,3 έτη για να συμπληρώσω το κατά αναλογιστές και δημογράφους προσδόκιμο επιβιώσεως. Αν υποθέσουμε ότι με αφορά και θα με περιλάβει η αισιοδοξία των ευρωκρατών ότι το προσδόκιμο επιβιώσεως θα αυξάνεται τουλάχιστον κατά ένα έτος κάθε δεκαετία, έχω πιθανότητες να επεκτείνω τον κύκλο ζωής μου μέχρι τα ογδόντα - ογδόντα ένα και κάτι ψιλά. Εκτός απροόπτου βεβαίως και με δεδομένο ότι αυτό που αποκαλούμε «νόμοι της ζωής» είναι μια ατέλειωτη σειρά από απρόοπτα. Ορισμένα, άλλωστε, από αυτά τα απρόοπτα αποδεικνύονται απολύτως προβλέψιμα μετά θάνατον: «κάπνιζε πολύ», «δεν πρόσεχε καθόλου», «έτρωγε τον άμπακο», «δεν πήγαινε στον γιατρό», «οι αρτηρίες του ήταν όλες φραγμένες», «η χοληστερίνη του είχε φτάσει στο Θεό», «έτρεχε σαν τρελός με το αυτοκίνητο», «δούλευε σαν σκλάβος», «δεν του ’πε κανείς πως τα σάβανα δεν έχουν τσέπες;». Αυτοί δεν είναι οι συνήθεις απολογισμοί με τους οποίους φίλοι και συγγενείς αποχαιρετούν έναν «απροσδόκητα νεκρό»;
Να φτύσω τον κόρφο μου, να κουνηθώ κι απ’ την καρέκλα μου, να μετρήσω τις τρύπες μου τρεις φορές (που έλεγε κι η γιαγιά μου η Άρτεμις)…
Να σκέπτομαι μόνο θετικά για να δούμε τι θα προκύψει από το καλό σενάριο. Απομένει λοιπόν μια τριακονταετία προσδόκιμου επιβιώσεως, από την οποία καλώς εχόντων των πραγμάτων τα δεκαπέντε με είκοσι χρόνια θα είναι δουλειά, βάσει της τελευταίας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Άρα, στην καλύτερη περίπτωση θα πάρω σύνταξη για δεκαπέντε το πολύ χρόνια, εκτός αν διαψεύσω τις στατιστικές και τους μέσους όρους. Συνήθως οι περισσότεροι τις διαψεύδουμε τις στατιστικές, αλλά προς τα κάτω, ελάχιστοι προς τα πάνω. Αυτό πάντως σημαίνει ότι δεν πρόκειται να επιβαρύνω ιδιαίτερα το ασφαλιστικό σύστημα. Αντιθέτως θα αναδειχθώ -με πολλούς άλλους- μέγας χορηγός του με άνω των σαράντα χρόνων μισθωτή εργασία και πάνω από εξήντα χρόνια κοινωνική εργασία, αν θεωρήσει κανείς ότι τα χρόνια του σχολείου και των σπουδών δεν ήταν παρά μια άνευ αμοιβής απασχόληση για τη μετεξέλιξή μου σε «παραγωγικό εργάτη». Σε κάθε περίπτωση, σε δεκαπέντε με είκοσι χρόνια θα πάρω σύνταξη χωρίς τύψεις ότι «βάζω μέσα» το σύστημα ή ότι ρίχνω την κόρη μου, ως εκπρόσωπο της επόμενης ασφαλιστικής γενιάς.
Αυτά πάντα με βάση το καλό σενάριο. Υπάρχει όμως ένα γκρίζο κι ένα μαύρο. Το γκρίζο σενάριο περιλαμβάνει το ενδεχόμενο να μείνει κανείς χωρίς δουλειά στα πενήντα. Βάσει μνημονίου και των παρελκόμενων, ο πενηντάρης δεν είναι πλέον και ο πιο περιζήτητος μισθωτός, όταν έχει να αντιμετωπίσει τον «ανταγωνισμό» των παιδιών του, δηλαδή των εικοσάρηδων και εικοσιπεντάρηδων που μπορούν να κοστίζουν μέχρι και 60% λιγότερο. Το γκρίζο σενάριο προβλέπει λοιπόν ότι το υπόλοιπο του εργάσιμου και ασφαλιστικού βίου, μέχρι να πιάσω το όριο ηλικίας και την αναγκαία 40ετία, μπορεί να έχει πολλά χάσματα και κενά. Τα οποία, στο εντελώς μαύρο σενάριο, ενδέχεται να εξελιχθούν σε ένα μεγάλο, διαρκές κενό μέχρι να έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Της βασικής σύνταξης ή της οριστικής συνταξιοδότησης από τη ζωή. Σ’ αυτή την περίπτωση, η πάλη των γενεών μετασχηματίζεται ως εξής: οι νέοι της αγοράς εργασίας θα αναρωτιούνται πάντα γιατί στο τέλος κάθε μισθού μένει τόσος μήνας. Οι παλαιοί θα απορούν γιατί στο τέλος του εργάσιμου βίου δεν τους περιμένει η σύνταξη.
Ωστόσο, σας διαβεβαιώ. Κρίση πανικού δεν με έχει πιάσει. Μια κρίση μέσης ηλικίας, όσο να ’ναι, θα την περάσω. Ό,τι είναι «μέσο» αυτή την περίοδο είναι σε κρίση. Και η μέση ηλικία και η μεσαία τάξη, στην οποία πιθανώς συγκαταλέγομαι με βάση τα νέα φορολογικά κλιμάκια, και ο μεσαίος χώρος στον οποίο ποτέ δεν ανήκα, αν και θα ήμουν πολύτιμη εκλογική πελατεία του πολιτικού συστήματος την τελευταία εικοσαετία. Λάθος εποχή να γίνεται κανείς πενήντα. Λάθος εποχή να βρίσκεται στο μέσον.
Οφείλω να ομολογήσω ότι το να γίνεται κανείς πενήντα χωρίς πανικό δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ηρωισμό. Οι προδιαγραφές του μέλλοντός μας, το οποίο σχεδιάζεται ερήμην μας, δείχνουν πως περισσότερος ηρωισμός θα χρειαστεί για να γεράσει κανείς. Κι ανάλογος ηρωισμός θα απαιτηθεί για να είναι κανείς νέος χωρίς να έχει γεράσει εντός του. Σκέφτομαι την κόρη μου – μόλις έκλεισε τα έντεκα. Υπερασπίζεται απεγνωσμένα την ανεμελιά της παιδικής της ηλικίας που φεύγει. Όχι μόνο γιατί το βιολογικό της ρολόι θα κτυπήσει όπου να ’ναι εφηβεία. Αλλά και γιατί ο προστατευμένος κόσμος της υφίσταται τα πρώτα ρήγματα, από τα οποία εισβάλλουν έννοιες νέες και βίαιες. Όσο και να αυτολογοκριθείς, όσο και να στεγανοποιήσεις τον παιδικό μικρόκοσμο, είναι αδύνατο να κλείσεις απ’ έξω τις λέξεις των ημερών: κρίση, χρέος, ανεργία, απολύσεις, εγκράτεια, οικονομία, ακρίβεια, σπατάλη, φτώχεια. Και το χειρότερο, είναι αδύνατο να εξηγήσεις όλα αυτά στον κώδικα των παιδιών, χωρίς μάλιστα να την κηδεμονεύσεις ιδεολογικά. Η γενιά της κόρης μου, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά και ανατρεπτικά, θα έχει το θλιβερό προνόμιο να ζήσει μια περίοδο που η κλασική γραμμή της προόδου κάμπτεται, σπάει, αφήνοντας χώρο στην καθαρή οπισθοδρόμηση. Θα ζήσει σε μια χώρα παραδομένη στην παρακμή, σε έναν κόσμο γερασμένο που αντιδρά με σπασμούς πάρκινσον στις ασύλληπτες πιέσεις για αλλαγή του.
Η μάνα μου το ’λεγε πως ήμουν γκρινιάρης. Δεν αντιλέγω, το προσωπικό μου ισοζύγιο αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας έγερνε πάντα υπέρ της δεύτερης. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτή η απαισιοδοξία δεν διαψεύδεται από τα πράγματα. Αν κάνω έναν πρόχειρο απολογισμό πεντηκονταετίας με όρους οικονομίας, κυκλικών κρίσεων ή μακρών κυμάτων, η γραμμή της ζωής θα βγει τρελά τεθλασμένη. Η πρώτη δεκαετία της ζωής μου μπορεί να μην περιέχει μια κανονική οικονομική κρίση, αλλά διαθέτει μια χούντα, που στρέβλωσε όσο δεν παίρνει την αναπτυξιακή φορά της χώρας. Η δεύτερη δεκαετία έχει φυσικά τις πετρελαϊκές κρίσεις και τη μακρά περίοδο του στασιμοπληθωρισμού που ψαλίδιζε το εισόδημα και καθιστούσε το Δημόσιο παράδεισο της απασχόλησης και της πολιτικής πελατείας. Η δεκαετία του ’80 είχε φυσικά πολύ ΠΑΣΟΚ, που από μόνο του αρκούσε, αλλά είχε και μια χρηματιστηριακή κρίση του ’87, αν και δεν την πήραμε πολύ πρέφα. Η κρίση των ακινήτων της Ιαπωνίας το 1990 δεν έστειλε τσουνάμι κατά δω, αλλά η κατάρρευση των ασιατικών τίγρεων το 1997 κάπως μας ταρακούνησε. Το ίδιο και η φούσκα των dot.com το 1997 -εμείς τότε ζούσαμε στον πυρετό της σύγκλισης, του ευρώ, του εκσυγχρονισμού, του λαϊκού καπιταλισμού, της δημοκρατίας των μετόχων και του ολυμπιακού έπους-, πού να πάρουμε είδηση; Η πέμπτη δεκαετία της ζωής μου, στη διάρκεια της οποίας κατάφερα να αναρριχηθώ στα στρώματα της μεσαίας μισθωτής εργασίας, με ενυπόθηκο σπίτι, πιστωτική κάρτα, ενάμισι αυτοκίνητο, οικογένεια, παιδί, μου επεφύλασσε αυτόν τον ντουβρουτζά που ζούμε σήμερα. Αν το καλοσκεφτείτε, είναι ανατριχιαστική η ακρίβεια των δεκαετών ραντεβού των κρίσεων, αλλά υπάρχει μια ποιοτική διαφορά της τελευταίας από τις προηγούμενες. Το σχέδιο ζωής, αν υποθέσουμε ότι καθένας μας έχει ένα τέτοιο, ακυρώνεται. Καμιά από τις προηγούμενες κρίσεις δεν αμφισβήτησε τις στοιχειώδεις σταθερές της ζωής, έστω στον μικρομεσαίο εγχώριο καπιταλισμό. Τώρα, οι σταθερές αυτές δεν αντικαθίστανται από άλλες, υποδεέστερες. Απλώς καταργούνται. Βαρβαρότητα. Και μάλιστα χωρίς εγγυημένη ημερομηνία λήξης. Γιατί στην πραγματικότητα δεν συντελείται απλώς μια οικονομική ανατροπή. Η ανατροπή είναι πολιτισμική. Σε βαθμό που αν γύριζα τριάντα χρόνια πίσω, αν ξαναγινόμουν είκοσι, να μην είμαι σίγουρος αν θέλω να το υποστώ αυτό. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο επίτευγμα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Φορτώνουν στη νιότη του κόσμου την ανασφάλεια του γήρατός του.
Αλλά, είπαμε. Η ζωή είναι μια σειρά από απρόοπτα. Φιλοδοξώ να διαψεύσω τις στατιστικές. Δεν πρόκειται να πάθω κατάθλιψη. Δεν θα κάνω το σκατό μου παξιμάδι. Δεν θα κλειστώ στο καβούκι της εγκράτειας, της αυτάρκειας και της συντήρησης. Δεν θα γίνω ένας φοβισμένος μεσήλικας. Και την επόμενη δεκαετία λέω να γίνω ακόμη πιο ριζοσπάστης. Μακάρι να με βοηθήσουν και οι ορμόνες μου… Τι έχω να φοβηθώ εκτός από τον εαυτό μου και τη συνήθεια να αυτοδιαψεύδομαι;
Κρίση πανικού δεν με έχει πιάσει, όχι όπως στα σαράντα τουλάχιστον. Αλλά τους υπολογισμούς και τους απολογισμούς μου αναπόφευκτα τους κάνω. Βάσει του καλού σεναρίου, λοιπόν, μου απομένουν 28,3 έτη για να συμπληρώσω το κατά αναλογιστές και δημογράφους προσδόκιμο επιβιώσεως. Αν υποθέσουμε ότι με αφορά και θα με περιλάβει η αισιοδοξία των ευρωκρατών ότι το προσδόκιμο επιβιώσεως θα αυξάνεται τουλάχιστον κατά ένα έτος κάθε δεκαετία, έχω πιθανότητες να επεκτείνω τον κύκλο ζωής μου μέχρι τα ογδόντα - ογδόντα ένα και κάτι ψιλά. Εκτός απροόπτου βεβαίως και με δεδομένο ότι αυτό που αποκαλούμε «νόμοι της ζωής» είναι μια ατέλειωτη σειρά από απρόοπτα. Ορισμένα, άλλωστε, από αυτά τα απρόοπτα αποδεικνύονται απολύτως προβλέψιμα μετά θάνατον: «κάπνιζε πολύ», «δεν πρόσεχε καθόλου», «έτρωγε τον άμπακο», «δεν πήγαινε στον γιατρό», «οι αρτηρίες του ήταν όλες φραγμένες», «η χοληστερίνη του είχε φτάσει στο Θεό», «έτρεχε σαν τρελός με το αυτοκίνητο», «δούλευε σαν σκλάβος», «δεν του ’πε κανείς πως τα σάβανα δεν έχουν τσέπες;». Αυτοί δεν είναι οι συνήθεις απολογισμοί με τους οποίους φίλοι και συγγενείς αποχαιρετούν έναν «απροσδόκητα νεκρό»;
Να φτύσω τον κόρφο μου, να κουνηθώ κι απ’ την καρέκλα μου, να μετρήσω τις τρύπες μου τρεις φορές (που έλεγε κι η γιαγιά μου η Άρτεμις)…
Να σκέπτομαι μόνο θετικά για να δούμε τι θα προκύψει από το καλό σενάριο. Απομένει λοιπόν μια τριακονταετία προσδόκιμου επιβιώσεως, από την οποία καλώς εχόντων των πραγμάτων τα δεκαπέντε με είκοσι χρόνια θα είναι δουλειά, βάσει της τελευταίας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Άρα, στην καλύτερη περίπτωση θα πάρω σύνταξη για δεκαπέντε το πολύ χρόνια, εκτός αν διαψεύσω τις στατιστικές και τους μέσους όρους. Συνήθως οι περισσότεροι τις διαψεύδουμε τις στατιστικές, αλλά προς τα κάτω, ελάχιστοι προς τα πάνω. Αυτό πάντως σημαίνει ότι δεν πρόκειται να επιβαρύνω ιδιαίτερα το ασφαλιστικό σύστημα. Αντιθέτως θα αναδειχθώ -με πολλούς άλλους- μέγας χορηγός του με άνω των σαράντα χρόνων μισθωτή εργασία και πάνω από εξήντα χρόνια κοινωνική εργασία, αν θεωρήσει κανείς ότι τα χρόνια του σχολείου και των σπουδών δεν ήταν παρά μια άνευ αμοιβής απασχόληση για τη μετεξέλιξή μου σε «παραγωγικό εργάτη». Σε κάθε περίπτωση, σε δεκαπέντε με είκοσι χρόνια θα πάρω σύνταξη χωρίς τύψεις ότι «βάζω μέσα» το σύστημα ή ότι ρίχνω την κόρη μου, ως εκπρόσωπο της επόμενης ασφαλιστικής γενιάς.
Αυτά πάντα με βάση το καλό σενάριο. Υπάρχει όμως ένα γκρίζο κι ένα μαύρο. Το γκρίζο σενάριο περιλαμβάνει το ενδεχόμενο να μείνει κανείς χωρίς δουλειά στα πενήντα. Βάσει μνημονίου και των παρελκόμενων, ο πενηντάρης δεν είναι πλέον και ο πιο περιζήτητος μισθωτός, όταν έχει να αντιμετωπίσει τον «ανταγωνισμό» των παιδιών του, δηλαδή των εικοσάρηδων και εικοσιπεντάρηδων που μπορούν να κοστίζουν μέχρι και 60% λιγότερο. Το γκρίζο σενάριο προβλέπει λοιπόν ότι το υπόλοιπο του εργάσιμου και ασφαλιστικού βίου, μέχρι να πιάσω το όριο ηλικίας και την αναγκαία 40ετία, μπορεί να έχει πολλά χάσματα και κενά. Τα οποία, στο εντελώς μαύρο σενάριο, ενδέχεται να εξελιχθούν σε ένα μεγάλο, διαρκές κενό μέχρι να έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Της βασικής σύνταξης ή της οριστικής συνταξιοδότησης από τη ζωή. Σ’ αυτή την περίπτωση, η πάλη των γενεών μετασχηματίζεται ως εξής: οι νέοι της αγοράς εργασίας θα αναρωτιούνται πάντα γιατί στο τέλος κάθε μισθού μένει τόσος μήνας. Οι παλαιοί θα απορούν γιατί στο τέλος του εργάσιμου βίου δεν τους περιμένει η σύνταξη.
Ωστόσο, σας διαβεβαιώ. Κρίση πανικού δεν με έχει πιάσει. Μια κρίση μέσης ηλικίας, όσο να ’ναι, θα την περάσω. Ό,τι είναι «μέσο» αυτή την περίοδο είναι σε κρίση. Και η μέση ηλικία και η μεσαία τάξη, στην οποία πιθανώς συγκαταλέγομαι με βάση τα νέα φορολογικά κλιμάκια, και ο μεσαίος χώρος στον οποίο ποτέ δεν ανήκα, αν και θα ήμουν πολύτιμη εκλογική πελατεία του πολιτικού συστήματος την τελευταία εικοσαετία. Λάθος εποχή να γίνεται κανείς πενήντα. Λάθος εποχή να βρίσκεται στο μέσον.
Οφείλω να ομολογήσω ότι το να γίνεται κανείς πενήντα χωρίς πανικό δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ηρωισμό. Οι προδιαγραφές του μέλλοντός μας, το οποίο σχεδιάζεται ερήμην μας, δείχνουν πως περισσότερος ηρωισμός θα χρειαστεί για να γεράσει κανείς. Κι ανάλογος ηρωισμός θα απαιτηθεί για να είναι κανείς νέος χωρίς να έχει γεράσει εντός του. Σκέφτομαι την κόρη μου – μόλις έκλεισε τα έντεκα. Υπερασπίζεται απεγνωσμένα την ανεμελιά της παιδικής της ηλικίας που φεύγει. Όχι μόνο γιατί το βιολογικό της ρολόι θα κτυπήσει όπου να ’ναι εφηβεία. Αλλά και γιατί ο προστατευμένος κόσμος της υφίσταται τα πρώτα ρήγματα, από τα οποία εισβάλλουν έννοιες νέες και βίαιες. Όσο και να αυτολογοκριθείς, όσο και να στεγανοποιήσεις τον παιδικό μικρόκοσμο, είναι αδύνατο να κλείσεις απ’ έξω τις λέξεις των ημερών: κρίση, χρέος, ανεργία, απολύσεις, εγκράτεια, οικονομία, ακρίβεια, σπατάλη, φτώχεια. Και το χειρότερο, είναι αδύνατο να εξηγήσεις όλα αυτά στον κώδικα των παιδιών, χωρίς μάλιστα να την κηδεμονεύσεις ιδεολογικά. Η γενιά της κόρης μου, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά και ανατρεπτικά, θα έχει το θλιβερό προνόμιο να ζήσει μια περίοδο που η κλασική γραμμή της προόδου κάμπτεται, σπάει, αφήνοντας χώρο στην καθαρή οπισθοδρόμηση. Θα ζήσει σε μια χώρα παραδομένη στην παρακμή, σε έναν κόσμο γερασμένο που αντιδρά με σπασμούς πάρκινσον στις ασύλληπτες πιέσεις για αλλαγή του.
Η μάνα μου το ’λεγε πως ήμουν γκρινιάρης. Δεν αντιλέγω, το προσωπικό μου ισοζύγιο αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας έγερνε πάντα υπέρ της δεύτερης. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτή η απαισιοδοξία δεν διαψεύδεται από τα πράγματα. Αν κάνω έναν πρόχειρο απολογισμό πεντηκονταετίας με όρους οικονομίας, κυκλικών κρίσεων ή μακρών κυμάτων, η γραμμή της ζωής θα βγει τρελά τεθλασμένη. Η πρώτη δεκαετία της ζωής μου μπορεί να μην περιέχει μια κανονική οικονομική κρίση, αλλά διαθέτει μια χούντα, που στρέβλωσε όσο δεν παίρνει την αναπτυξιακή φορά της χώρας. Η δεύτερη δεκαετία έχει φυσικά τις πετρελαϊκές κρίσεις και τη μακρά περίοδο του στασιμοπληθωρισμού που ψαλίδιζε το εισόδημα και καθιστούσε το Δημόσιο παράδεισο της απασχόλησης και της πολιτικής πελατείας. Η δεκαετία του ’80 είχε φυσικά πολύ ΠΑΣΟΚ, που από μόνο του αρκούσε, αλλά είχε και μια χρηματιστηριακή κρίση του ’87, αν και δεν την πήραμε πολύ πρέφα. Η κρίση των ακινήτων της Ιαπωνίας το 1990 δεν έστειλε τσουνάμι κατά δω, αλλά η κατάρρευση των ασιατικών τίγρεων το 1997 κάπως μας ταρακούνησε. Το ίδιο και η φούσκα των dot.com το 1997 -εμείς τότε ζούσαμε στον πυρετό της σύγκλισης, του ευρώ, του εκσυγχρονισμού, του λαϊκού καπιταλισμού, της δημοκρατίας των μετόχων και του ολυμπιακού έπους-, πού να πάρουμε είδηση; Η πέμπτη δεκαετία της ζωής μου, στη διάρκεια της οποίας κατάφερα να αναρριχηθώ στα στρώματα της μεσαίας μισθωτής εργασίας, με ενυπόθηκο σπίτι, πιστωτική κάρτα, ενάμισι αυτοκίνητο, οικογένεια, παιδί, μου επεφύλασσε αυτόν τον ντουβρουτζά που ζούμε σήμερα. Αν το καλοσκεφτείτε, είναι ανατριχιαστική η ακρίβεια των δεκαετών ραντεβού των κρίσεων, αλλά υπάρχει μια ποιοτική διαφορά της τελευταίας από τις προηγούμενες. Το σχέδιο ζωής, αν υποθέσουμε ότι καθένας μας έχει ένα τέτοιο, ακυρώνεται. Καμιά από τις προηγούμενες κρίσεις δεν αμφισβήτησε τις στοιχειώδεις σταθερές της ζωής, έστω στον μικρομεσαίο εγχώριο καπιταλισμό. Τώρα, οι σταθερές αυτές δεν αντικαθίστανται από άλλες, υποδεέστερες. Απλώς καταργούνται. Βαρβαρότητα. Και μάλιστα χωρίς εγγυημένη ημερομηνία λήξης. Γιατί στην πραγματικότητα δεν συντελείται απλώς μια οικονομική ανατροπή. Η ανατροπή είναι πολιτισμική. Σε βαθμό που αν γύριζα τριάντα χρόνια πίσω, αν ξαναγινόμουν είκοσι, να μην είμαι σίγουρος αν θέλω να το υποστώ αυτό. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο επίτευγμα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Φορτώνουν στη νιότη του κόσμου την ανασφάλεια του γήρατός του.
Αλλά, είπαμε. Η ζωή είναι μια σειρά από απρόοπτα. Φιλοδοξώ να διαψεύσω τις στατιστικές. Δεν πρόκειται να πάθω κατάθλιψη. Δεν θα κάνω το σκατό μου παξιμάδι. Δεν θα κλειστώ στο καβούκι της εγκράτειας, της αυτάρκειας και της συντήρησης. Δεν θα γίνω ένας φοβισμένος μεσήλικας. Και την επόμενη δεκαετία λέω να γίνω ακόμη πιο ριζοσπάστης. Μακάρι να με βοηθήσουν και οι ορμόνες μου… Τι έχω να φοβηθώ εκτός από τον εαυτό μου και τη συνήθεια να αυτοδιαψεύδομαι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου