Όσοι
σήμερα στη χώρα μας είναι κάτω από σαράντα χρονών, γνωρίζουν μια
Ελλάδα της κατανάλωσης (και της υπερκατανάλωσης) και δυσκολεύονται να
πιστέψουν ότι στη δεκαετία του 50 και του 60 τα παιδάκια στα σχολεία
μάθαιναν ότι ανήκουν σε μια χώρα φτωχή μεν αλλά με ένδοξο παρελθόν και
ότι το να είσαι φτωχός δεν είναι ντροπή, αρκεί να είναι καθαρά τα
μπαλωμένα ρουχαλάκια σου. («Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά», το
θυμάται σήμερα αυτό κανείς; Ή εκείνο το ποιηματάκι: «Ξημερώνει αυγή
δροσάτη με το πρώτο της πουλί...» που μιλούσε για τη χαρά του εργάτη
που πήγαινε να ξεπατωθεί στη δουλειά όλη μέρα).
Οι
Έλληνες της δεκαετίας του 50 και του 60 μεγάλωναν με την ακράδαντη
πεποίθηση ότι ήταν το άλας της γης, αλλά πολλοί και διάφοροι λόγοι
(Τουρκοκρατία, οι ξένες μεγάλες και κακές δυνάμεις, το άγονο ορεινό
έδαφος της χώρας που δεν μπορούσε να παράγει αγαθά και άλλα πολλά) τους
είχαν οδηγήσει στη φτώχεια και την υπανάπτυξη, ενώ όλοι εκείνοι οι
πρώην βάρβαροι που κατοικούσαν σε εύφορα εδάφη και δεν μετρούσαν πίσω
τους μια τουρκική κατοχή, είχαν εν τω μεταξύ προοδεύσει....
Μια
αίσθηση αδικίας μάς κατέτρυχε και παράλληλα ένα πολύ ισχυρό κόμπλεξ
κατωτερότητας, όποτε βλέπαμε ξένους. Εννοώ Ευρωπαίους ή Αμερικανούς,
από εκείνους τους λίγους που έρχονταν για τουρισμό στη χώρα μας. Άλλους
ξένους δεν γνωρίζαμε, ήμασταν ακόμα τότε μια χώρα κλειστή. Ωστόσο
πολλοί από μας μετανάστευαν σωρηδόν σε άλλους πλούσιους τόπους για να
κάνουν την τύχη τους.
Για
τις άλλες χώρες που ήταν φτωχότερες από μας, δεν είχαμε άποψη, κατά
βάθος αδιαφορούσαμε. Ασφαλώς γνωρίζαμε ότι στην Ινδία π.χ επικρατούσε
μεγάλη αθλιότητα, αλλά τέλος πάντων δεν ήταν Ινδία εδώ, εδώ ήμασταν
Ευρώπη και είχαμε καταντήσει οι φτωχοί συγγενείς των λευκών Ευρωπαίων
και ντρεπόμασταν πάρα πολύ γι αυτό. Ευτυχώς δηλαδή που είχαμε την
ένδοξη ιστορία μας ως αντίβαρο και μπορεί οι ξένοι να ήταν πλούσιοι,
όμως τι σπουδαίο είχαν αυτοί να επιδείξουν από το παρελθόν τους;
Για
Αναγέννηση, Διαφωτισμό και τα λοιπά σπανίως μιλούσαμε, επειδή δεν
γνωρίζαμε και πολλά πράγματα και εν πάση περιπτώσει ό,τι κατάφεραν οι
ξένοι σε μας οφείλεται, αν λείπαμε εμείς, ο κόσμος θα ήταν ακόμα
βάρβαρος.
Για
κάτι άλλους λαούς που ζούσαν στο «σιδηρούν παραπέτασμα» (θυμάστε τον
όρο;) είχαμε αντιφατικές πληροφορίες, μια μειοψηφία επέμενε ότι ζούσαν
πολύ καλά, οι υπόλοιποι είχαν άλλη άποψη, συνεπικουρούμενοι και από το
επίσημο κράτος , και μιλούσαν για καθεστώτα στυγνά και δικτατορικά,
όπου οι άνθρωποι εξαφανίζονταν και δεν ξαναβρίσκονταν ποτέ. Αλλά στο
κάτω-κάτω επρόκειτο για σλάβους, ένα παρακλάδι της λευκής φυλής που δεν
ζηλεύαμε. Υπήρχε και στα βάθη της ψυχής μας μια ανησυχία μην
εκσλαβιστούμε κι εμείς και απορροφηθεί το DNA μας από μια ξένη φυλή. Κάποτε παραλίγο να το πάθουμε κι από τότε προσέχουμε πολύ.
Οι
Έλληνες κομμουνιστές ήταν άφαντοι. Ο εμφύλιος είχε λήξει κι αυτοί
είχαν χάσει τα πρόσωπά τους. Η χώρα φαινόταν να υπάρχει χωρίς αυτούς.
Έτσι
λοιπόν η Ελλάδα του 50 και του 60 όδευε προς το μέλλον της, στην
πολιτική τα πράγματα ήταν ταραγμένα – και πότε δεν ήταν; - στην
καθημερινή ζωή η μικροαστική τάξη πάλευε να σταθεί στα πόδια της με
κάποια αξιοπρέπεια, από πίσω ακολουθούσαν πλήθη αγροτών και εργατών,
άνθρωποι που με δυσκολία τα έβγαζαν πέρα, οι πλούσιοι ήταν λίγοι και
δαχτυλοδειχτούμενοι.
«Σκέψου»,
μου είχε πει κάποτε μια γειτονοπούλα μιλώντας για κάποιους πλούσιους
συγγενείς της, «αυτοί τα χόρτα δεν τα τρώνε για κανονικό φαγητό, τρώνε
κρέας και τα χόρτα τα έχουν έτσι, για συμπλήρωμα».
Η
Ελλάδα εκείνα τα χρόνια έτρωγε πολύ χόρτο. Και πολύ όσπριο. Το κρέας
το δοκίμαζε τις Κυριακές και στους φούρνους εκείνη την ημέρα
πηγαινοέρχονταν τα ταψιά των μικροαστών.
Σε
ένα περιοδικό εκείνης της εποχής που έπεσε προ καιρού στα χέρια μου,
διάβασα σε μια συνέχεια ενός λαϊκού μυθιστορήματος την ατάκα κάποιου
που έλεγε στη γυναίκα του: «Πάλι φακές, βρε γυναίκα; Αχ και να ήμασταν
πλούσιοι, να τρώγαμε κρέας κάθε μέρα!».
Πού
να φανταζόταν ο συγγραφέας του λαϊκού αυτού μυθιστορήματος ότι μερικές
δεκαετίες αργότερα τα περιοδικά θα συμβούλευαν τους Έλληνες να κόψουν
το πολύ κρέας και να το γυρίσουν στα λαχανικά και τα όσπρια.
Στα
περιοδικά και στις εφημερίδες εκείνης της εποχής βλέπει κανείς και
πολλές γελοιογραφίες που αντικατοπτρίζουν την ελληνική κοινωνία.Μια
κατηγορία από αυτές απηχεί την έκπληξη των Ελλήνων, όταν είδαν από
κοντά τους ναύτες του 6ου αμερικανικού στόλου. Οι νεαροί
εκείνοι αμερικανοί παριστάνονται σαν τηλεγραφόξυλα, ενώ οι Έλληνες τους
κοιτάζουν από κάτω προς τα πάνω. Σήμερα βλέποντας αυτές τις
γελοιογραφίες νιώθει κανείς πάλι έκπληξη.Οι αμερικανοί δεν είναι πια
ψηλοί. Επειδή εν τω μεταξύ ψηλώσαμε κι εμείς.
Παράλληλα
την ίδια εποχή ανθούσε στη χώρα μας ο κινηματογράφος, εγχώριος και
ξένος, που ήταν η μόνη λαϊκή διασκέδαση , αν εξαιρέσουμε τα πανηγύρια. Ο
κινηματογράφος γενικά ήταν ένα καλό και φτηνό ντόπινγκ που έδειχνε
στους Έλληνες πώς ζουν οι πλούσιοι, όχι μόνο εδώ, αλλά και στο
εξωτερικό, εκεί που ο κόσμος οδηγεί κάτι τεράστια αυτοκίνητα με
υπερυψωμένα φτερά και τα σπίτια τους έχουν πισίνες ( μια λέξη που με
δυσφορία βάλαμε στο λεξιλόγιό μας, γιατί παρέπεμπε σε μια άλλη, όχι πολύ
εύηχη λέξη ελληνική).
Ο
εγχώριος κινηματογράφος εστιαζόταν κυρίως στη ζωή των φτωχών και καλών
ανθρώπων που μετά από ταλαιπωρίες και κακουχίες κατάφερναν κάποτε να
δικαιωθούν. Εδώ οι πλούσιοι σπανίως είναι καλοί και αυτό απηχεί αμυδρά
την αίσθηση των λαϊκών μαζών ότι όποιος έχει χρήματα είναι ανάλγητος και
αμοραλιστής.
Την ίδια εποχή η Ελλάδα χαρτοπαίζει ανελέητα.
Η
λαϊκή τάξη παίζει χαρτιά στα καφενεία, η μικροαστική και η αστική στα
σπίτια. Η χαρτοπαιξία μαζί με τον κινηματογράφο είναι η μόνη εύκολη
διασκέδαση σε μια εποχή που το ραδιόφωνο αρχίζει να μπαίνει δειλά στα
σπίτια των Ελλήνων και η τηλεόραση είναι κάτι μαγικό που το έχουν αυτοί
οι ξένοι, αλλά εδώ ακόμα παραμένει ασύλληπτη ιδέα.
Η
γκαζιέρα είναι ακόμα το κύριο μέσον με το οποίο μαγειρεύουμε το
φαγητό μας. Κάποια νοικοκυριά έχουν πετρογκάζ – μιλάμε για μεγάλη
εξέλιξη. Αν έχουν και ηλεκτρικό σίδερο, τότε πια τα έχουν όλα.
Ψυγείο έχουμε βεβαίως οι περισσότεροι, κάθε πρωί ο παγοπώλης αφήνει μια κολώνα πάγου έξω από το σπίτι μας.
Οι δρόμοι είναι ήσυχοι. Περνούν κάρα πότε-πότε, ποδήλατα, λεωφορεία και πολύ σπανίως ιδιωτικά αυτοκίνητα.
Οι
νοικοκυρές - όλες νοικοκυρές είναι, αν καμιά εργάζεται εκτός σπιτιού
αποτελεί εξαίρεση – ασχολούνται με το σπίτι και, όταν όλα έχουν
ταχτοποιηθεί, συναντιούνται με τις γειτόνισσες, πίνουν καφέ,
αναποδογυρίζουν έπειτα το φλιτζάνι και προβλέπουν το μέλλον.
Θα
μπορούσε κανείς να γράψει ολόκληρο βιβλίο για την Ελλάδα εκείνων των
δύο κρίσιμων δεκαετιών. Έδειχνε να είναι μια χώρα κατσιασμένη, όχι
βέβαια άθλια όπως οι τριτοκοσμικές χώρες, αλλά πάντως υπανάπτυκτη,
εχθρική πάντα προς τους γείτονες Τούρκους και καχύποπτη απέναντι στο
ανατολικό μπλοκ.
Η τομή έγινε το 1974.
«Ανήκομεν
εις την Δύσιν» , είπε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφοντας στη χώρα
με τη μεταπολίτευση και λίγο αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου
διευκρίνιζε: «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες».
Μέσα
σ’ αυτό το δίπολο κινηθήκαμε, δηλαδή ξεκαθαρίσαμε στο μυαλό μας ότι
πρώτον, η Ελλάδα είναι δυτική χώρα και να μην αμφιβάλλουμε ποτέ γι αυτό
και δεύτερον, ότι παρά τα όσα ακούγονται, μπορούμε μόνοι μας να
διαχειριστούμε τις τύχες μας.
Και
ξαφνικά, με ένα τρόπο που δεν μπορέσαμε ποτέ να καταλάβουμε επακριβώς,
βρεθήκαμε ουραγοί στο χορό των πλούσιων κρατών και από τότε όλα
άλλαξαν ως δια μαγείας. Για να καταλάβουμε πόσο πολύ άλλαξαν, αρκεί να
σκεφτούμε ότι μέσα σε λίγα χρόνια από χώρα αποστολής μεταναστών γίναμε
χώρα υποδοχής μεταναστών.
Οι
δρόμοι μας γέμισαν ιδιωτικά αυτοκίνητα, τα σπίτια μας γέμισαν με
ηλεκτρικές συσκευές, η τηλεόραση έγινε η βασίλισσα της οικογενειακής
διασκέδασης. Τα σκουπίδια μας πολλαπλασιάστηκαν και μπορούσε να δει
κανείς εκεί πεταμένα έπιπλα σε καλή κατάσταση, συσκευές τηλεόρασης,
ρούχα, παπούτσια.
Οι
ξένοι που έρχονταν για τουρισμό στη χώρα μας πολλαπλασιάστηκαν κι
αυτοί. Τους είδαμε από κοντά όλοι, τους συνηθίσαμε, τους βαρεθήκαμε. Το
κόμπλεξ κατωτερότητας μεταμορφώθηκε σε κόμπλεξ ανωτερότητας και
αρχίσαμε να τους κοροϊδεύουμε και να τους κλέβουμε. Αφού ήταν
κουτορνίθια...
Όσο
για την ένδοξη ιστορία μας, όλα κι όλα, εδώ δεν σηκώνουμε μύγα στο
σπαθί μας – ασχέτως ότι για το ιστορικό μας παρελθόν οι γνώσεις μας
είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Έχουμε εμείς την Ακρόπολη να μας θυμίζει τι
σπουδαία ράτσα είμαστε.
Και
φυσικά πάψαμε να είμαστε Βαλκάνιοι, γίναμε επιτέλους Ευρωπαίοι. Τρώμε
σε ακριβά ρεστοράν και ταξιδεύουμε στο εξωτερικό τα τριήμερα των
αργιών.
Λοιπόν, τι άλλο μας μένει πια για να θεωρηθούμε ίσοι με τους Ευρωπαίους, αυτούς τους πρώην βάρβαρους;
Τίποτα.
Εκτός
ίσως από μια κοινωνική βαρβαρότητα, κατάλοιπο προφανώς της
Τουρκοκρατίας, και από μια επικείμενη οικονομική κατάρρευση που
κινδυνεύει να μας μετατρέψει πάλι σε Βαλκάνιους.
Της Καιτης Βασιλακου