Την πληθυσμιακή εξέλιξη στον ελλαδικό χώρο, στο ρου της ιστορίας, μελέτησαν ερευνητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σκιαγραφώντας την εικόνα και την κατανομή του πληθυσμού, από το 1828 έως τις μέρες μας.
Όπως αναφέρεται σε σχετική εργασία των Β. Κοτζαμάνη και Ε. Ανδρουλάκη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αν και η πρώτη καταγραφή του πληθυσµού στον ελλαδικό χώρο διεξήχθη επί Καποδίστρια (1828), η πρώτη πραγµατική απογραφή έγινε σχεδόν 70 χρόνια αργότερα (1889).
Ακολούθησαν άλλες πέντε µέχρι τον Μεγάλο Πόλεµο (1896, 1907, 1920, 1928 και 1940) και εν συνεχεία µια ανά δεκαετία, την τελευταία πεντηκονταετία (1951-2001).
Φυσικά, εξηγούν οι δύο ερευνητές, η έκταση και ο πλούτος των δηµοσιευµάτων των προπολεµικών απογραφών ποικίλει σηµαντικά. Η πληρέστερη κάλυψη έγινε στις απογραφές του 1920 και του 1928, ενώ, αντιθέτως, η επεξεργασία των συλλεχθέντων στοιχείων δεν ολοκληρώθηκε στις απογραφές του 1889, 1896 και 1940, µε αποτέλεσµα τα δηµοσιευµένα στοιχεία να είναι ιδιαίτερα φτωχά (νόµιµος και πραγµατικός πληθυσµός στις υφιστάµενες διοικητικές ενότητες).
Σχετικά µε την εξέλιξη των δηµογραφικών στατιστικών και ειδικότερα της φυσικής κίνησης (καταγραφή γεννήσεων, γάµων και θανάτων), αν και από το 1836 θεσπίστηκε διάταγµα "Περί ληξιαρχικών βιβλίων" για την τήρηση των σχετικών στοιχείων από τους δήµους, η εφαρµογή του υπήρξε ελλιπέστατη (τηρήθηκε µόνον σε περιορισµένο αριθµό δήµων).
Μια εικοσαετία αργότερα (1856) έρχεται για ψήφισµα ένα νέο διάταγµα, που αναθέτει στους δηµάρχους την ευθύνη της συλλογής των ληξιαρχικών στοιχείων και της αποστολής περιληπτικών πινάκων στους επάρχους (µ' αυτό δινόταν παράλληλα και η δυνατότητα πρόσληψης ληξιάρχων στις περιπτώσεις που ο δήµαρχος δεν ήταν πρόθυµος να εκτελέσει τέτοια καθήκοντα).
Λίγο αργότερα (1864), χωρίς να έχει θεσπιστεί η σχετική νοµική υποχρέωση, η ευθύνη της καταγραφής των ληξιαρχικών δεδοµένων µεταβιβάζεται στους ιερείς, οι οποίοι υποχρεούνται να συµπληρώνουν ειδικά έντυπα για κάθε γέννηση, θάνατο και γάµο, τα οποία οφείλουν να παραδώσουν στο ληξίαρχο εντός δεκαπέντε ηµερών. Η υποχρέωση αυτή θεσµοθετείται στις αρχές της επόµενης δεκαετίας (µαζί µε την αµοιβή που εισπράττουν από τους άµεσα ενδιαφεροµένους -γονείς, γαµβρούς και κληρονόµους- οι οποίοι υποχρεούνται να δηλώσουν παράλληλα το γεγονός και στο ληξίαρχο).
Με τη διαδικασία αυτή καταρτίστηκαν κατάλογοι και δηµοσιεύθηκαν ετήσια στοιχεία για τη περίοδο 1860-1885 (µε εξαίρεση τα έτη 1862 και 1863).
Από το 1886 και µετά, το σύστηµα συλλογής των ληξιαρχικών δεδοµένων κατέρρευσε (αν και η καταγραφή τους συνεχίσθηκε κατά περιοχές).
Το 1921, αρχίζει εκ νέου ανά τρίµηνο, σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, η συλλογή στοιχείων και οι ληξίαρχοι υποχρεούνται να συµπληρώσουν και να υποβάλλουν τους σχετικούς πίνακες στη Διεύθυνση Στατιστικής.
Το 1925, ο τρόπος συλλογής αλλάζει και πάλι: για κάθε γεγονός, εκτός από τη ληξιαρχική πράξη, πρέπει να συµπληρωθεί και να αποσταλεί στη Γενική Στατιστική Υπηρεσία και ατοµικό ονοµαστικό στατιστικό δελτίο µε συµπληρωµατικές πληροφορίες.
Το σύστηµα, προοδευτικά, γενικεύεται στο σύνολο των υφιστάµενων διοικητικών ενοτήτων, επιτρέποντας τη δηµοσίευση σχετικά φερέγγυων στοιχείων φυσικής κίνησης για την περίοδο 1928-1939 (οι δήµοι και οι κοινότητες αρχίζουν να συγκεντρώνουν πλήρη δεδοµένα µόνο µετά το 1928).
Το 1940, µε την έναρξη του Β' Παγκοσµίου Πολέµου, η συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων διακόπτεται για µια ακόµη δεκαπενταετία, για να ξαναρχίσει και να συνεχιστεί απρόσκοπτα από το 1955 και µετά, µε την ίδια µέθοδο συγκέντρωσης.
Αν και η κάλυψη του πεδίου και η αξιοπιστία των δεδοµένων στις δύο πρώτες µεταπολεµικές δεκαετίες διαφέρουν απ' αυτές των τελευταίων ετών, εν τούτοις, το γεγονός αυτό δεν θέτει ανυπέρβλητα εµπόδια στη µελέτη της δηµογραφικής µας ιστορίας, στο δεύτερο µισό του 20ου αιώνα.
Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου (1830-1947), η χώρα μεγεθύνεται ενσωµατώνοντας, αφενός µεν εδάφη και πληθυσµούς, αφετέρου δε υποδεχόµενη τµήµατα του ελληνισµού που επανέρχονται στη µητέρα-πατρίδα. Η Ελλάδα, όµως, των "τριών ηπείρων και πέντε θαλασσών", την επαύριο του δευτέρου παγκοσµίου πόλεµου είναι µια µικρή χώρα της Ν.Α Ευρώπης που στα 132.000 Κm2 συγκεντρώνει µόλις 7,5 εκατοµµύρια ψυχές. Κάνοντας µια αναδροµή στην πρώτη αυτή περίοδο, οι δύο επιστήμονες υπενθυμίζουν ότι στην ίδρυσή του (1828) το Ελληνικό κράτος, περιορίζεται στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες (47.000 Κm2, 753 χιλ κάτοικοι, 15,9 κατ/ Κm2), ενώ µια εικοσιπενταετία αργότερα (1864), µε την ενσωµάτωση των Ιονίων Νήσων, ο πληθυσµός της χώρας µας θα ανέλθει σε 1,365 εκ. (27,19 κατ/Κm2).
Με την ενσωµάτωση της Άρτας και της Θεσσαλίας (1881), ο πληθυσµός της Ελλάδας αυξάνεται ακόµη περισσότερο, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα 2 εκατοµµύρια. Η χώρα µας βγαίνει από τους Βαλκανικούς Πολέµους σηµαντικά ενισχυµένη εδαφικά και δηµογραφικά: έχει διπλασιάσει την έκτασή της (121 Κm2) και υπερδιπλασιάσει τον πληθυσµό της (4,775 εκ.).
Την προσωρινή προσάρτηση του συνόλου της Θράκης και των νήσων Ίµβρου και Τενέδου (1919-1920) θα ακολουθήσει η συνθήκη της Λωζάννης, η οποία θα επιτρέψει µεν την οριστική ενσωµάτωση της Δυτικής Θράκης, αλλά θα οδηγήσει στη µαζική ανταλλαγή των πληθυσµών ως επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής και στη σηµαντική αύξηση του πληθυσµού µας ανάµεσα στο 1920 και το 1928 (από 5,5 σε 6,2 εκ. -44,8 κατ/ Κm2).
Την παραµονή της σύγκρουσης (1940), ο πληθυσµός της Ελλάδας ανέρχεται πλέον σε 7,34 εκατοµµύρια, ενώ οι απώλειες του πολέµου που θα ακολουθήσει8 θα υπερκαλυφθούν µε την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, µε αποτέλεσµα, το 1947, λίγο πριν από την εµφύλια σύγκρουση, η χώρα µας στα οριστικά πλέον σύνορά της -132.000 Κm2- να συγκεντρώνει 7,563 εκατοµ. Κατοίκους (57,3 κατ/ Κm2).
Έκτοτε, οι όποιες µεταβολές στο µέγεθος του πληθυσµού οφείλονται αποκλειστικά στη διαφορά ανάµεσα στα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι) και τα µεταναστευτικά ισοζύγια (έξοδοι- είσοδοι).
Ο πληθυσµός της Ελλάδας συνεχίζει να αυξάνεται απρόσκοπτα το δεύτερο ήµισυ του 20ου αιώνα, αν και µε σαφώς διαφοροποιηµένους ρυθµούς, οι οποίοι αποτυπώνουν το διαφοροποιηµένο "παίγνιο" ανάµεσα στο φυσικό και το µεταναστευτικό ισοζύγιο.
Έτσι, στις δύο πρώτες µεταπολεµικές δεκαετίες, που χαρακτηρίζονται από σχετικά υψηλά θετικά φυσικά ισοζύγια (σηµαντικό πλεόνασµα των γεννήσεων έναντι των θανάτων κατ' έτος, αντιστοίχων του µεσοπολέµου), η έντονη εξωτερική µετανάστευση, προς τις υπερωκεάνιες χώρες αρχικά και εν συνεχεία -µέχρι και το 1973- προς τη Δυτική Ευρώπη, παίζει αρνητικό ρόλο, προκαλώντας την πτώση των µέσων ετήσιων ρυθµών µεταβολής.
Στη µεταβατική περίοδο 1971-1981, το φυσικό ισοζύγιο συρρικνώνεται µεν, αλλά ταυτόχρονα έχουµε, αφενός μεν ένα σηµαντικό κύµα παλιννόστησης µεταναστών της προηγούµενης περιόδου, αφετέρου δε την ανακοπή των µεταναστευτικών εξόδων, µε αποτέλεσµα, στο βαθµό που τα δύο ισοζυγία έχουν θετικό πρόσηµο, τη σηµαντική αύξηση του πληθυσµού της χώρας µας (+970.000).
Ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής ανάµεσα στο 1971 και το 1981 "αγγίζει" το 10‰, και πιθανότατα να είναι και η τελευταία φορά που η χώρα µας θα καταγράψει µια τέτοια θετική πληθυσµιακή µεταβολή.
Μετά το 1981, το φυσικό ισοζύγιο τείνει να µηδενισθεί (πτώση της γεννητικότητας και αύξηση της θνησιµότητας εξαιτίας της γήρανσης, µε αποτέλεσµα η όποια αύξηση του πληθυσµού της χώρας µας µετά το 2000 να οφείλεται πλέον στα θετικά µεταναστευτικά ισοζύγια).
Τα ισοζύγια αυτά θα παραµείνουν πιθανότατα θετικά τις επόµενες δεκαετίες, στο βαθµό που η χώρα µας προοδευτικά, από τα µέσα του 1980, από χώρα εξόδου µετατρέπεται σε χώρα εισόδου µεταναστών.
Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ, Κείμενο: Α. Ζώης
ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΣΤΟ: http://www.nooz.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου