Στη Χαραυγή, το άλλοτε κεφαλοχώρι της Κοζάνης, δεν ακούγονται πια ομιλίες. Αδέσποτα τσομπανόσκυλα περιπολούν δρόμους γεμάτους τριβόλια και χαλάσματα. Κοράκια φωλιάζουν σε δέντρα με μαύρες φυλλωσιές. Αλλά σε ένα σπίτι παίζει ακόμα μια τηλεόραση, η μοναδική συντροφιά του Τζαγκντίμπ Παλ, ενός Ινδού που ναυάγησε στα ορυχεία της ΔΕΗ και η οικονομική κρίση τον ανάγκασε να γίνει αφεντικό της μοναξιάς του.
Κι όμως, κάποτε, εδώ υπήρχε ζωή. Η Χαραυγή, γνωστή και με την ονομασία Τζουμάς, χτίστηκε στους πρόποδες του Βερμίου από πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι δρόμοι των γύρω χωριών έφθαναν ακτινωτά στο κέντρο της. Κάθε Παρασκευή το ονομαστό παζάρι της συγκέντρωνε ταξιδιώτες από όλο τον νομό. Και τον Δεκαπενταύγουστο ηχούσαν γιορτινά οι καμπάνες στο μοναδικό θρησκευτικό πανηγύρι της επαρχίας Εορδαίας. Σήμερα στη Χαραυγή η σιωπή σπάει από το σφύριγμα των ταινιόδρομων που μεταφέρουν όλο το 24ωρο λιγνίτη από τα ορυχεία στους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς της ΔΕΗ. Ο,τι απέμεινε από την πολιτεία των 1.500 κατοίκων έχει πασπαλιστεί με την τέφρα της λήθης. Οι περισσότεροι είχαν φύγει μέχρι το 1987, αφού η ΔΕΗ απαλλοτρίωσε τις ιδιοκτησίες τους. Μετεγκαταστάθηκαν στη Νέα Χαραυγή, τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Κοζάνης. Πίσω τους άφησαν ξεκοιλιασμένα σπίτια και σκονισμένες επιγραφές: υποδηματοποιείον, ράπτης, ψησταριά. Μια ερειπωμένη κατοικία χρησιμεύει σήμερα ως στάνη με δεκάδες κατσίκες να αναζητούν δροσιά στα σκοτεινά δωμάτιά της. Η γη είναι άνυδρη, ντυμένη με κίτρινες αποχρώσεις. Και ο αέρας αφιλόξενος. Υστερα από λίγα λεπτά παραμονής τα μάτια σου τσούζουν από τη σκόνη. Ενας άνθρωπος όμως αποκαλεί αυτή την επίγεια κόλαση «σπίτι του». Ο Τζαγκντίμπ Παλ μένει τα τελευταία οκτώ χρόνια στη Χαραυγή, παρέα με τρεις λευκές γάτες. Το 1992 πέρασε στην Ελλάδα παράνομα από τα σύνορα με τα Σκόπια, δίνοντας 600.000 δρχ. σε έναν λαθρέμπορο. Δούλεψε για δέκα χρόνια στα χωράφια του Μαραθώνα και έπειτα βρέθηκε στην Κοζάνη ως εργάτης στην εταιρεία ΕΡΓΑΣ που ανήκε στον πρώην πρόεδρο του ΠΑΟΚ Γιώργο Μπατατούδη. «Εψαχνα μια καλύτερη ζωή, ήθελα να βρω δουλειά. Στην Ινδία ήταν δύσκολα. Νόμιζα ότι στο εξωτερικό θα ήταν καλύτερα. Δεν φανταζόμουν ότι θα κατέληγα εδώ. Πού να ξέρεις ποια είναι η τύχη σου, πού θα είσαι αύριο και πού θα αναγκαστείς να μείνεις;», μου λέει ο Παλ όταν τον συναντώ στο σπίτι του - έχει ακόμα ρεύμα και νερό- δίπλα στον παλιό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο Παλ περπατά με χαλαρούς ώμους. Εχει κορακίσια μαλλιά, πλατύ χαμόγελο και τσιριχτή φωνή. Στην Ινδία μάθαινε την τέχνη του τορναδόρου πριν κυνηγήσει αλλού την τύχη του.
Η οικονομική κρίση. Το σπίτι στο οποίο ζει ανήκε στον Αρκάδιο Νικολαΐδη, τον γέροντα του χωριού που αρνούνταν πεισματικά να το εγκαταλείψει. Ο κ. Νικολαΐδης φιλοξένησε τον Παλ, του έδωσε δουλειά και φαγητό. Αφού πέθανε η γυναίκα του πείστηκε να μετακομίσει στο νέο χωριό και άφησε το οίκημά του στον Ινδό. Για λίγα χρόνια ο Παλ είχε τη συντροφιά των κατοίκων του Κλείτους, του γειτονικού χωριού, αφού η μετεγκατάστασή τους δεν είχε ολοκληρωθεί. Από το 2008 όμως και αυτό το χωριό έσβησε. Σήμερα δεν βρίσκονται εκεί ούτε οι νεκροί του. Πριν από λίγους μήνες η Ερασμία Χατζηκώστα ξέθαψε τη μητέρα της για να τη μεταφέρει σε νέο νεκροταφείο. «Ηταν το πιο άγριο πράγμα που έχω ζήσει. Δυο νύχτες πριν δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Γίναμε πρόσφυγες ξανά», λέει. Είχα γνωρίσει τον Παλ πριν από τρία χρόνια, όταν άκουσα τις διηγήσεις κατοίκων της περιοχής για τον «Κώστα»- έτσι τον έχουν βαφτίσει- «τον Ινδό που μένει στα ορυχεία». Τότε φυλούσε τα 120 πρόβατα του κτηνοτρόφου Παναγιώτη Χατζαβερίδη. Περίμενα ότι η μοναξιά θα τον είχε σπάσει. Οτι θα είχε τραβήξει για αλλού, ή θα είχε επιστρέψει στο χωριό Μουκέρνια, στην Ινδία, για να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους. Ο Παλ όμως έμεινε. Η οικονομική κρίση τον εγκλώβισε στα ορυχεία του Νοτίου Πεδίου. «Τι νομίζεις- δεν έχει άλλες επιλογές. Αν είχε αλλού δουλειά θα καθόταν εδώ, στη μοναξιά; Η ανάγκη τον κρατάει», λέει ο κ. Χατζαβερίδης. «Δεν έχω σκεφτεί ακόμα να φύγω. Αν γυρίσω τώρα πίσω, η γυναίκα μου και τα παιδιά μου θα τρώνε μισό κομμάτι ψωμί και θα τσιμπάω κι εγώ λίγο», λέει ο Παλ. Τώρα δουλεύει νυχτοφύλακας στη μάντρα με τα φορτηγά ενός εργολάβου. Αμείβεται με 40 ευρώ τη βραδιά και στέλνει τα περισσότερα στην οικογένειά του. Η ΕΡΓΑΣ του χρωστούσε όπως λέει πληρωμές. Αντί για χρήματα του άφησαν ένα Lada Νiva χωρίς πινακίδες για να επισκέπτεται γειτονικά χωριά. Ακόμα κι αν ζει στη μέση του πουθενά, ο Παλ ενημερώνεται για τον έξω κόσμο. Και βλέπει την οικονομική κρίση να πλησιάζει πιο γρήγορα από τις φαγάνες των εκσκαφέων. «Εχω ένα χούι: βλέπω πολλή τηλεόραση, μ΄ αρέσουν οι ειδήσεις. Αν γνωρίζεις τι γίνεται γύρω σου, νιώθεις λιγότερο μόνος. Ξέρω και για την κρίση και στενοχωριέμαι για τον κόσμο. Βλέπω όμως τα προβλήματα και εδώ, δίπλα μου. Ο εργολάβος στον οποίο δουλεύω είχε 110 άτομα πριν από πέντε μήνες. Τώρα έχουν απομείνει 35».
Τα όνειρα. Ο Παλ απέκτησε χαρτιά το 1998. Οταν τον επισκέπτομαι μού δείχνει με περηφάνια το καινούργιο του διαβατήριο με την άδεια διαμονής και εργασίας στην Ελλάδα. Στη φωτογραφία είναι κουρεμένος και κοστουμαρισμένος. Στην αρχή δεν έλεγε στους συγγενείς του πού ζούσε. Σήμερα η γυναίκα του ξέρει. Τον ρωτάω πώς επικοινωνούν. Ξαφνιάζομαι όταν μου λέει ότι έχει κινητό τηλέφωνο. «Και δύο κιόλας! Τι νόμιζες, πού ζούμε;». Θέλω να μάθω για τα όνειρά του, αν θα φύγει κάποτε από ΄δώ. Μου απαντά με ένα αμήχανο χαμόγελο και λέει έπειτα από μια μικρή παύση: «Ποιος βλέπει όνειρα; Τι να πεις...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου